- ψαχουλευτά
- επίρρ. шаря, обшаривая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαχουλευτά — Ν [ψαχουλεύω] επίρρ. (τροπ.) ψαχουλεύοντας, ψηλαφητά … Dictionary of Greek
ψαχουλευτά — επίρρ. τροπ., ψάχνοντας εδώ κι εκεί, ψηλαφιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασπατευτά — επίρρ. τροπ., ψηλαφητά, ψαχουλευτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλαφιστά — επίρρ. τροπ., ψαχουλευτά, με ψηλάφηση: Προχωρούσαμε ψηλαφιστά στο σκοτάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)